Η Κυβέλη γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1888 και βρέθηκε στο Βρεφοκομείο Αθηνών αφού η μητέρα της ανύπαντρη και πολύ νέα δεν μπορούσε να την συντηρήσει. Το μόνο που της άφησε ήταν ένα σταυρό με ένα όνομα, «Κυβέλη».
Ανάμεσα από άλλα ορφανά την διάλεξε ένα πτωχό ζευγάρι, ο παπουτσής Αναστάσιος Αδριανός και η σύζυγος του Μαρία.
Έντεκα χρόνια αργότερα το κοριτσάκι βρέθηκε υπό τη προστασία του Δημητρίου Λεονάρδου (ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου) και της συζύγου του, που θρηνούσαν τον πρόσφατο χαμό του μικρού τους αγοριού. Η μικρή Κυβέλη ήταν τότε μαθήτρια στη Σχολή Xιλλ. O γνωστός Aθηναίος δικηγόρος και η σύζυγός του γοητεύονται από τη χάρη της και προσπαθούν να πνίξουν τον πόνο της τραγωδίας τους μέσα στα γάργαρα νερά της δικής της ζωής. Γίνονται φύλακες-άγγελοί της. Bοηθούν οικονομικά τον παπουτσή και τη γυναίκα του, παρακολουθούν κάθε βήμα της μικρής.
Το θεατρικό της ταλέντο αναπτύχθηκε αυθόρμητα στις προσπάθειες που κατέβαλε για να ξαναφέρει το χαμόγελο στους θετούς γονείς της που είχαν χάσει τον γιο τους στη Βραζιλία. Στο σπίτι του ζεύγους Ανδριανού γνώρισε τη μικρή Κυβέλη ο καθηγητής ορθοφωνίας και απαγγελίας Μ. Σιγάλας ο οποίος, αφού της έδωσε κάποια σειρά μαθημάτων τον Μάρτιο του 1901, την παρουσίασε σε επίδειξη των μαθητριών του. Η Κυβέλη Ανδριανού πήρε το πρώτο βραβείο που στάθηκε αφορμή για να αλλάξουν τα σχέδια των γονιών της να την κάνουν μοδίστρα. Την ίδια εποχή άρχισε να λειτουργεί η Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και η Κυβέλη γράφτηκε σ΄ αυτήν παρότι δεν είχε συμπληρώσει τα 15 της χρόνια.
Τρεις μήνες όμως μετά, το Σεπτέμβριο του 1901, η σχολή εκείνη έκλεισε και προσέλαβε την Κυβέλη ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στο θεατρικό όμιλο της Νέας Σκηνής, που άρχισε τότε να καταρτίζεται από νεαρούς ερασιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σωτήρης Σκίπης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Διονύσης Δεβάρης, ο Άγγελος Σικελιανός και η αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη. Πριν τελειώσουν οι ετοιμασίες για τη πρώτη εμφάνιση της Νέας Σκηνής, ο Χρηστομάνος διοργανώνει εσπευσμένα θεατρική παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών προς τιμή Ρουμάνων φοιτητών όπου η Κυβέλη εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πρωταγωνιστικό ρόλο ως Ιουλιέτα, στο γνωστό έργο του Σαίξπηρ. Την επιτυχία της εκείνη ακολούθησαν οι εμφανίσεις της στην «Άλκηστη» του Ευρυπίδη ως θεραπαινίδα, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν ως Εδβίγη, στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι ως θεατρινούλα, εκ των οποίων η θεατρική αναγνώρισή της υπήρξε γενική τόσο εκ μέρους του κοινού όσο και των κριτικών του θεάτρου. Έκτοτε αποτέλεσε κύριο πρόσωπο της Νέας Σκηνής και από τον ρόλο «του κακόμοιρου» που υποδύθηκε στο έργο του Αλφόνς Ντοντέ «Αρλεζιάνα» (28 Ιουλίου1902) άρχισε να μεσουρανεί στη θεατρική σκηνή. Το 1906 δημιουργεί δικό της θίασο με τον Κ. Σαγιώρ, που διαλύθηκε σε λίγους μήνες λόγω αναχώρησής της στο Παρίσι. Με την επιστροφή της και μετά από μικρή συνεργασία με τον Σαγιώρ δημιουργεί αποκλειστικά δικό της θίασο. Μέχρι το 1932 η Κυβέλη ως θιασάρχης και πρωταγωνιστής ανέβασε πολλά έργα σημαντικών συγγραφέων Ελλήνων και ξένων μεταξύ των οποίων των Γρ. Ξενόπουλου, Σ. Σκίπη, Σπ. Μελά, Δ. Κορομηλά, Δ. Ταγκόπουλου, Πρίγκιπα Νικολάου, Θ. Συναδινού, Π. Χορν, Ι. Πολέμη, Δ. Μπόγρη, Αρ. Προβελέγγιου, Ν. Λάσκαρη, Μ. Λιδωρίκη, Ίψεν, Ντ΄ Αννούτσιο, Μαίτερλιγκ, Γκόργκυ.
Το 1932 και 1934 συνεργάσθηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη, καθιερωμένη αντίπαλό της σαν καλλιτεχνική αντίδραση στη δημιουργία του Εθνικού Θεάτρου (που είχε ιδρύσει ο τότε Υπουργός Παιδείας και μετέπειτα σύζυγός της Γεώργιος Παπανδρέου). Στη συνέχεια για οικογενειακούς λόγους αποσύρθηκε από τη σκηνή με μόνο έκτακτη εμφάνιση το 1942 σε παραστάσεις του έργου του Σ. Μελά «Πίσω στη Γη».
Τον Απρίλιο του 1943 διαφεύγει με καΐκι στη Μέση Ανατολή, ακολουθώντας τον σύζυγό της πλέον Γεώργιο Παπανδρέου στον Λίβανο, την Αίγυπτο και την Ιταλία για να γυρίσει μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα το 1944. Μετά την επιστροφή της και από το θέρος του 1950 συνεργάζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο «Τα παιδιά του Εδουάρδου», ακολούθως με το Εθνικό θέατρο στο έργο «Δάφνη Λορεόλα» και το 1952 ξαναεμφανίζεται με την Κοτοπούλη στο έργο του Ζαν Κοκτώ «Τρομεροί γονείς».
Στον ελληνικό κινηματογράφο εμφανίσθηκε στις ταινίες «Ο κακός δρόμος » (1933), «Αστέρω»( 1937) και «Η άγνωστος» (1954)…Λίνα Φλεριανού.
Η Κυβέλη παντρεύτηκε τρεις φορές: πρώτα τον μεγάλο ηθοποιό Μήτσο Μυράτ, με τον οποίο απέκτησε τη μετέπειτα γνωστή πρωταγωνίστρια Μιράντα Μυράτ, στη συνέχεια τον θεατρικό επιχειρηματία Νίκο Θεοδωρίδη, με τον οποίο απέκτησε την επίσης γνωστή πρωταγωνίστρια Αλίκη – Θεοδωρίδη Νικολαΐδη(σύζυγο του Πολ Νορ -Νίκου Νικολαΐδη) και τέλος τον Γεώργιο Παπανδρέου (δεύτερη σύζυγος) με τον οποίο απέκτησε τον Γεώργιο Παπανδρέου που υπήρξε και η μεγάλη της αδυναμία μέχρι τον θάνατό της.
Η Κυβέλη έχασε τη φωνή της στις 25 Ιουνίου 1977. Έντεκα μήνες αργότερα έσβησε βουβή. Πέθανε στην Αθήνα στις 26 Μαίου 1978.
Πολιτικές αντιστίξεις
Η Κυβέλη Αδριανού μαζί με την Μαρίκα Κοτοπούλη απετέλεσαν για το θεατρόφιλο κοινό τα «ιερά τέρατα» του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου που δέσποζαν επί δεκαετίες. Οι πολιτικές πεποιθήσεις αυτών των ηθοποιών είχαν επηρεάσει και τη δημοτικότητά τους, ιδιαίτερα στη θερμή περίοδο του Εθνικού Διχασμού, κατά την οποία οι θεατρικές τους παραστάσεις αποτελούσαν πολιτικά γεγονότα. Οι βενιζελικοί έσπευδαν να χειροκροτούν την Κυβέλη και οι αντιβενιζελικοί την Μαρίκα Κοτοπούλη. Οι θαυμαστές τους πολλές φορές προκαλούσαν επεισόδια όταν συναντιόντουσαν μετά τις θεατρικές παραστάσεις στους αθηναϊκούς δρόμους.
Το μυστικό της επιτυχίας
H ίδια η Kυβέλη δεν είχε καμιά αμφιβολία για τους λόγους που τη διατήρησαν στην κορυφή του ελληνικού θεάτρου τόσα χρόνια. Πάνω απ’ όλα, πίστευε στη δουλειά και στην πειθαρχία και όχι τόσο στο ταλέντο. Όταν τη ρώτησαν, προς το τέλος της ζωής της, πού στήριξε τη μακρόχρονη πορεία της, δεν άφησε κανένα περιθώριο για παρερμηνείες. «Στην πίστη μου και στην αφοσίωσή μου για το θέατρο», απάντησε χωρίς περιστροφές. Kαι συμπλήρωσε: «Kαι στην αξιοπρέπεια απέναντι της τέχνης και απέναντι του απρόσωπου, μα τόσο επιβλητικού κοινού».
toblogtonkirion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου